Ελαφόνησος - elafonisoshttps://elafonisos.inspacetime.gr
ΑΦΙΕΡΩΜΑ 1821 – Ελαφόνησος

Εν όψει των επετειακών εορτασμών των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση, ο Δήμος Ελαφονήσου φιλοξενεί δύο πολύ ενδιαφέροντα άρθρα του συμπατριώτη μας, Παναγιώτη-Κυριάκου Αρώνη. Αποτελεί μέρος από το προσωπικό του ιστορικό και συγγραφικό αρχείο «Η Ελαφόνησος από τις ημέρες του Σταυριανού Αρώνη έως σήμερα»

 

ΣΤΑΥΡΙΑΝΟΣ ΕΜ. ΑΡΩΝΗΣ «O ΠΙΣΤΟΛΑΣ». O EΛΑΦΟΝΗΣΙΩΤΗΣ ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΤΟΥ 1821

O Σταυριανός Εμ. Αρώνης γεννήθηκε το 1790 στο Μεσοχώρι. Ήταν ένας από τους τρείς γιούς του Εμμανουήλη και της Χρυσούλας Αρώνη. Ο πατέρας του ο Εμμανουήλης ήταν ένας από τους εποχιακούς κατοίκους, που μαζί με άλλους Μεσοχωρίτες, αψηφώντας τους κινδύνους, «περνούσαν» μέσα Λαφονήσι, όπου συντηρούσαν εποχιακά τους χειμερινούς μήνες τα κοπάδια τους, αφού πλήρωναν «χαράτσι» (φόρο) στον Μπέη του Φαρακλού. Το Λαφονήσι, και ιδιαίτερα το Κατωνησί, ο Σταυριανός το γνώρισε και το αγάπησε από την ημέρα που γεννήθηκε, όταν τον έφερνε η μάννα του το «βαρυχείμωνο» με τη «Νάκα» κρεμασμένο στη πλάτη της…

Ο Σταυριανός ήταν ένας από τους πρώτους Μεσοχωρίτες ποιμένες «εποχιακούς» κατοίκους, που συνέχιζαν αδιάκοπα να «μπαίνουν» στο νησί, όπως και Φαρακλιώτες Ελλήνες και Οθωμανοί,που έβοσκαν τα κοπάδια των Αγάδων, που αποφάσισε να εγκατασταθεί μονίμως στο Λαφονήσι. Το 1810 μετά το γάμο του με τη Κοσμίτσα από το Μεσοχώρι, εγκαταστάθηκαν στο Κατωνησί, «στα χρόνια του Χουσέμπεη Βέη» όπως ανέφερε ο ίδιος στα εγγόνια του, στις παλιές εποχιακές ποιμενικές εγκαταστάσεις της οικογένειας στο «Σειρό». Κατοίκησαν στην «Φιδοσπηλιά», για να προφυλάγονται από τους πειρατές, που δυνάστευαν στη περιοχή και εδρεύανε όλους τους καλοκαιρινούς μήνες στη περιοχή του Τσερατσίνικου. Επειδή την τελευταία περίοδο από το 1790-1800 και έπειτα εμφανιζόντουσαν στην περιοχή Ελληνες πειρατές είχαν καταφέρει και είχαν συνάψει «φιλίες» συναμεταξύ τους. Οι πειρατές για να εξασφαλίζουν τη διατροφή τους και να εξαγοράζουν τη σιωπή τους, φοβόντουσαν ότι αν τους εξαγριώσουν θα πήγαιναν να φέρουν της Οθωμανικές Αρχές, και αργότερα, (1828-1835), τους «Ευζώνους», για να τους καταδιώξουν. Οι ποιμένες πάλι σιωπούσαν για τη παρουσία τους, για να εξασφαλίσουν την ασφάλεια της οικογένειάς τους και των κοπαδιών. Ο μεγάλος φόβος της πειρατείας όμως παρέμενε για τους άλλους, τους «ασύστολους» που μαζευόντουσαν μέσα σε ένα καίκη «κάθε καρυδιάς καρύδι» και γύριζαν μέσα στις άφεγγες νύκτες σαν τα αγρίμια, από γιαλό σε γιαλό, να «οσμισθούν» τη λεία τους, όπου επιτίθεντο, σκότωναν, άρπαζαν, και εξαφανίζονταν.

Δεν ήταν λίγες οι μάχες που είχαν δώσει με αυτούς τους «περαστικούς» για να προφυλάξουν τον εαυτό τους και τα κοπάδια τους. Σε μια τέτοια μάχη έναν Οκτώβριο την περίοδο 1816-1818, όταν μετέφερναν τα άλογα από τη Βαβύλα, αφού τα «πέρασαν» στο Λαφονήσι για να τα ανεβάσουν στη «Φιδοσπηλια»,επάνω στις «Αλογοπεζούλες» και στον «Αλοβορό» οι πειρατές τους είχαν στήσει «καρτέρι» για να αρπάξουν άλογα, δόθηκε μεγάλη μάχη από τον Σταυριανό και τους ψυχογιούς του που τελικά τους καταδίωξαν. Αλλά επάνω στη συμπλοκή σκοτώθηκε ένας ψυχογιός του, που ήταν από το Μεσοχώρι, δεν διασώθηκε το όνομά του, αλλά διασώθηκε το παρανόμι του, ο Τρίζης ,και η περιοχή που σκοτώθηκε από τότε πήρε το όνομά του «στου Τρίζη». Το Μάρτιο του 1821 που απελευθερώθηκε το Λαφονήσι και όλη η περιοχή του «Βατίκου» από την Οθωμανική Κυριαρχία, οι συνεχόμενες προσέγγισης του Ελληνικού στόλου στους ελεύθερους θαλάσσιους χώρους του μεγάλου κόρφου του «Βατίκου» και στους «κόρφους» του Λαφονησιού, απομάκρυνε την πειρατεία , (θα επανέλθη λίγο αργότερα). Τότε η οικογένεια του Σταυριανού Αρώνη μετακινήθηκε από τη Φιδοσπηλιά και εγκαταστάθηκε στη «Παναγίτσα» πλησίον στο μικρό Βυζαντινό εκκλησάκι της «Παναγίτσας της Κατονησιότας», όπου από εκεί θα ξεκινήσει η δημιουργία της του κλάδου των «Αρωνιάνων της Ελαφονήσου».

Το παρανόμι του, που πέρασε αργότερα στους απογόνους του εδώ στο Λαφονήσι, ήταν Αλογατάς, Βαβυλάς και Πιστολάς. Αλογατάς και Βαβυλάς τον συνόδευαν επειδή συγχρόνως με τα γιδοπρόβατα διατηρούσε και μια στάνη με 50-60 άλογα καλής ράτσας, (εμπορευότανε τα πουλάρια), τα συντηρούσε εποχιακά , το χειμώνα στο Λαφονήσι και τους υπόλοιπους μήνες επάνω στη Βαβύλα.(τα άλογα τα διατήρησε έως το 1850 που τα ανέλαβε ο γιος του ο Καραγιαννάκης). ΠΙΣΤΟΛΑΣ ήταν το παρανόμι που συνέχισε και παρέμεινε μέχρι σήμερα στους απογόνους του.
Εδώ μας πληροφορούν πως το απόκτησε: «Επειδή ήταν «αβάσταγο» το Οθωμανικό χαράτσι ιδιαιτέρως για τα άλογα που πλήρωναν «κεφαλιάτικο», ο Σταυριανός για να γλυτώνει τη φορολογία των Οθωμανών, και μετά την απελευθέρωση, των Βαυαρών, τις περισσότερες φορές «ξεγλιστρούσε» της νύχτες του χειμώνα, κρυφά και παράνομα στα Κύθηρα που ευρίσκοντο κάτω από την Αγγλική κυριαρχία. Σε μια τέτοια κρυφοεπίσκεψη από τα «μάτια του Χουσέμπεη Βέη» την περίοδο 1815-1817 για να πουλήσει νεαρά άλογα, θαμπώθηκε από μια Εγγλέζικη κουμπούρα τη λεγόμενη «Πιστόλα» που είχε ένας Αγγλος Αξιωματικός, που την απέκτησε αφού την αντήλλαξε με ένα νεαρό άλογο. Δεν την αποχωρίσθηκε ποτέ, ήταν η πρώτη «Πιστόλα» που έφτασε στην περιοχή μας και τον παρανόμησαν ο «Πιστολάς». Αργότερα το παρανόμι του το διαδέχθηκε ο εγγονός του ο Σταύρος Παν. Αρώνης ο Πιστολάς 1854-1952, στον οικισμό της Παναγίτσας στο Κατωνησί, (οι Πιστολιάνοι)». (αναφορές Σταύρος Ι.Αρώνης Ρίτσος 1860-1936-Χαράλαμπος Π.Αρώνης Κουβαράκος 1860-1964.)
Λόγου της μετακινήσεως των κοπαδιών προς τα παράλια και ειδικά όταν «έμπαιναν» μέσα στο Λαφονήσι είχαν την άδεια από τους Οθωμανούς να οπλοφορούν για να προστατευτούν από τους πειρατές οι ίδιοι και τα κοπάδια τους, που ήταν η κύρια πηγή της φορολογίας. ‘Ηταν καλά γυμνασμένος με τα όπλα από μικρός και αυτή η οπλοχρησία που επέτρεπαν στους ποιμένες φάνηκε χρήσιμη πολύ όταν ξεκίνησε η Επανάσταση του ’21, που έτρεξαν πρώτοι και πανέτοιμοι να προσφέρουν της υπηρεσίες τους στην Πατρίδα.

Με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης ο Σταυριανός πήρε τα όπλα του και μαζί με τα αδέλφια του και τους άλλους Βατικιώτες βρέθηκαν στην πολιορκία της Μονεμβάσιας. Παρ’ όλο που οι Βατικιώτες και ειδικά ο Σταυριανός ,δεν είχαν και τις καλλύτερες σχέσεις με τους Μανιάτες Καπετανέους, όμως ξεχώρησε και δημιούργησε μεγάλη φιλία με τον Καπετάν Γιωργάκη Αντ. Γρηγοράκη -Αντωνάκο (1790-1850) που διατήρησαν την εκτίμηση ο ένας προς τον άλλον μέχρι το θάνατο του Καπετάν Γιωργάκη, ο οποίος βρέθηκε με 120 Μανιάτες στη πολιορκία της Μονεμβάσιας. ‘Ηταν υπεύθυνος για τη τροφοδοσία των Αγωνιστών και είχε γνωριστεί με τους κατοίκους της περιοχής της Μανεμβασίας και των Βατίκων, διότι οι κάτοικοι αυτοί τροφοδοτούσαν τους Αγωνιστές.

 

Ο Σταυριανός όπως και άλλα άτομα, υπό την καθοδήγηση του Καπετάν Γιωργάκη, ήταν υπεύθυνος σε μια ομάδα όπου ερχότανε σε τακτικά διαστήματα στα Βάτικα για να παραλάβει τροφές για το στρατό. Να τη αναφέρουν τα εγγόνια του: <<…φεύγανε από τη Μονοβάσια μόλις νύκτωνε για να μην φαίνουνται και φτάνανε ξεψυχισμένοι στο Μισοχώρι για στο Φαρακλό, ή στο΄να χωριό ή στ’ άλλο είχανε αθρώπους και μαζεύανε ότι μποράγανε, αλεύρια, λάδια ,κρασιά ,παξιμάδια, τα φορτώνανε στα μουλάρια και γυρνάγανε στη Μονοβάσια. Να΄χε όμως μερώσει καλά για να τους βλέπουνε από το Κάστρο οι Τούρκοι για να νομίζουνε ότι έρχονται συνέχεια στρατός, -πάει λέγανε ,χαθήκαμε…>> (αφηγητές: Βασίλης Χ.Αρώνης-Γατζούνης 1847-1924,Σταύρος Ι.Αρώνης-ο Ρίτσος 1860-1936,Χαράλαμπος Π.Αρώνης-Κουβαράκος 1860-1964.) Τη νύχτα μετέφεραν τις τροφοδοσίες για τους συμπολεμιστές τους, και την ημέρα πολεμούσαν. Ο Γιωργάκης Γρηγοράκης μετά την Επανάσταση αγόρασε Εθνικά κτήματα στα Βελανίδια, πάντρεψε και εγκαταστάθηκαν εκεί μια κόρη του και δυό γιοί του και δημιουργήθηκε ο κλάδος Αντωνάκος στα Βάτικα. Ο Σταυριανός με τους υπόλοιπους Βατικώτες μετά τη νίκη των Ελλήνων στη Μομεμβάσια συνέχισαν διασκορπισμένοι να αγωνίζονται όλα τα χρόνια της Επανάστασης σε στεριάς και σε θάλασσα.

Με τη δημιουργία του Νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους ενώ βλέπουμε πολλούς Αγωνιστές να απαιτούν αξιώματα ,στρατιωτικές αποδοχές, συντάξεις, ο Σταυριανός άκαμπτος συνεχίζει να κάνει αυτό που πάντα είχε μάθει, να προσφέρει στη πατρίδα του. Τον βλέπουμε και τώρα να συνεχίζει τον Εθνικό αγώνα και να δίνη δυναμικά το παρών του και να συμμετέχει σε όλες τις ανάγκες που χρειάζονταν οι Κρητικές Επαναστάσεις μέχρι το 1866. Η γνωριμία που είχε γίνει το 1829, όταν έφτασαν στο ελεύθερο Λαφονήσι, στη Παναγίτσα μια ομάδα από την Γαλλική Επιστημονική. Αποστολή που ασχολήθηκε με την χαρτογράφηση του νησιού και το κυριότερο με την καταγραφή των κατοίκων της, ανάμεσα στους στρατιώτες που συνόδευαν την ομάδα βρισκόταν ένας στρατιώτης με καταγωγή από τα Κύθηρα, που γρήγορα αναδείχθηκε στα ανώτατα αξιώματα του Ελληνικού στρατού, ο γνωστός με το όνομα Στρατηγός Πάνος Κορωναίος. Η γνωριμία αυτή δυναμώθηκε με ειλικρινή και πατριωτική φιλία που θα τους συνδέει και θα τους συνοδεύει τους δύο άνδρες μέχρι το θάνατός τους. Η πατριωτική δράση του Πάνου Κορωναίου είναι γνωστή σε όλους μας, γιατί βρισκόταν πάντα δίπλα στις εξεγέρσεις που γινόντουσαν στο υπόδουλο ακόμα ‘Εθνος, και ιδιαίτερα στη Κρήτη.

Η Ελληνική Κυβέρνηση αδυνατούσε να συμπαρασταθεί σε τέτοιες εξεγέρσεις και οι Εθελοντές Αξιωματικοί ζητούσαν τη βοήθεια του Ελληνικού λαού σε χρήματα και σε εθελοντές. Λόγου εγκαταστάσεων Κρητών φυγάδων, ο Πάνος Κορωναίος θεωρούσε την περιοχή μας προβάσιμη, και συμμετοχική σε ότι αφορούσε της Κρητικές Επαναστάσεις (1841-1866) ,που συμμετείχε δυναμικά και προσωπικά ο ίδιος ,όταν απευθυνόταν στη περιοχή μας για ενισχύσεις του Κρητικού Αγώνα, πάντα στρεφόταν στο Σταυριανό για να ξεκινήσει τις ενέργειες. Και όπως έλεγε αργότερα ο Σταυριανός στις αφηγήσεις του για το σεβασμό που έτρεφε προς το πρόσωπο του Κορωναίου «η εντολή του ήταν διαταγή για μένα». Άφηνε τη στάνη του και τις παράπλευρες εργασίες του και έτρεχε πρόθυμα γεμάτος ενθουσιασμό μαζί με τους ανθρώπους του, από χωριό σε χωριό και από κατούνα σε κατούνα για να συγκεντρώνει χρήματα και Εθελοντές στρατιώτες για τον Κρητικό Αγώνα. Ο Κορωναίος ξαναήλθε στο Λαφονήσι και στο Φαρακλό για να υποστήριξη τον Αγώνα.

1. Μαρτυρία
«Ο Στρατηγός Πάνος Κορωναίος που είχε λάβει μέρος σε επαναστάσεις της Κρήτης είχε μεγάλο σεβασμό για τον Σταυριανό Αρώνη. Γεννήθηκε στη Κων|πολη από Κυθήριους γονείς, επί Καποδίστρια είχε φοιτήσει σε σχολή στο Πόρο και εξελίχθηκε σε Στρατηγό. Κάνανε επιστράτευση στα Βάτικα για τη Κρήτη και είχε έρθει στο Φαρακλό. Είχε ζητήσει να μεταβεί και ο Σταυριανός Αρώνης μαζί του στην επαναστατημένη Κρήτη»
Αφηγητής 10 Ιουνίου 2013
Τζώρτζης Ανωμήτρης 1923-2015

 

2. Μαρτυρία
«Ο παππούς ο Σταυριανός είχε μεγάλη εχτίμηση με το στρατηγό το Κορωναίο από το Τζιρίγο, ήτανε το δεξί του χέρι στους αγώνες της Κρήτης ,γύρναγε τα χωριά όλα ο παππούς σα το διακονιάρη για να μαζεύει χρήματα γιατί έπρεπε να αγοραστεί οπλισμός ,και να συγκεντρώνει Εθελοντές, ξέρεις πόσοι Βατικιώτες και από τα χωριά της Μονεμβάσιας πήγανε να πολεμήσουνε στη Κρήτη; ο παππούς ο Κουβαράκος θυμότανε τα περσότερα ονόματα, μικροί εμείς τότες δεν τα γράψαμε κάπου. Στη τελευταία επανάσταση(1866) ο Κορωναίος του παράγγειλε-Σταυριανέ κάνε ότι μπορείς χανόμαστε ,και έτρεχε στις πόρτες του κόσμου για να μαζεύει λεφτά και εθελοντές, που τότε υπήρχε η πατριωτική δράση και υπάρχανε πρόθυμοι πολύ νέοι να πάνε .Του έστειλε ένα καίκη ναυλωμένο γεμάτο όπλα και στρατιώτες ,αλλά όταν φτάσανε κοντά στη Κρήτη δεν ζυγώσανε όξω, τους ανάψανε φωτιές ήταν το σύνθημα να μην ζυγώσουνε και βγούνε όξω γιατί η επανάσταση πνίγηκε στο αίμα, και γυρίσανε πίσω, Κόντεψε να σκάση ο Σταυριανός, τα θυμότανε πολύ καλά και μας τα έλεγε κάθε μέρα ο παππούς»
Αφηγητής 10 Νοεμβρίου 1987, Χαράλαμπος Ι. Αρώνης «ο Πιπίγας» 1932-2005
( το διηγήθει ο παππούς του Χαραλ .Π.Αρώνης-Κουβαράκος 1860- 1964)

Ο Σταυριανός Αρώνης προσέφερε απλόχερα την Εθνική του προσφορά προς τη πατρίδα του σε κάθε δύσκολή στιγμή που τον χρειαζόταν χωρίς ανταμοιβές. Η ανταμοιβή για αυτόν, ήταν όταν είδε στο τέλος της Επανάστασης του 1821, να φτάνουν τα σύνορα της ελεύθερης Ελλάδας μέχρι το Λαφονήσι και τελειώνουν στο «Φράγκο» και στον «Αγλύπτη» στο τόπος του, που όταν είδε στα χρόνια του Χουσέμπεη τον μαρασμό του νησιού προσφέρθηκε να κατοικήσει σε μια περίοδο σκοτεινή αντιμέτωπος με τη πειρατεία και το βαρύ χαράτσι του Οθωμανού κατακτητή ,που έγινε όμως το παράδειγμα και σε άλλους Μεσοχωρίτες «εποχιακούς» κατοίκους του νησιού, να εγκατασταθούν επανω στο νησί, όπως ο Μέντης (Πάνω Μεντιάνοι) Σωτήρης, όπως και οι Βατικιώτες «φυγάδες» Μισοχωρίτες που επέστρεψαν Τσάκος και Μέντης (Κάτω Μεντίανοι), και να δημιουργηθούν οι παλιοί οικισμοί του νησιού στο Κατωνησί και στη Βίγκλα. Για το Σταυριανό Αρώνη η μεγάλη ανταμοιβή ήρθε όταν το 1835 μαζί με τους δύο Δήμους που ξεκινούν στα Βάτικα, δημιουργούνται και οι Παρεδρίες (Κοινότητες) και αναγνωρίζεται η πρώτη Παρεδρία στους οικισμούς του Κατωνησιού και αναφέρονται σε εμάς οι Παρέδροι του νησιού 1835-1855, τότε ένιωσε ότι είχε προσφέρει στο Λαφονήσι και τότε αισθάνθηκε ότι ανοίγει ο δρόμος για την ανάπτυξη του νησιού. Ο Σταυριανός πέθανε το 1875.

 


Ο ΕΓΚΑΛΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΑΦΟΝΗΣΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΕΣ ΦΥΓΑΔΕΣ ΤΟΥ 1770

Οι νότιες περιοχές της Ελαφονήσου, λόγω της γεωγραφικής τους θέσης, το «Φράγκο», το «Τσερατσίνικο» και το «Πορί» με τη «Χουρχουλακιά», αποτελούσαν «συνοριοφύλακες» από το 1715 έως το 1821 της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από το Μάρτιο του 1821 μέχρι το 1828 της Επαναστατημένης Ελλάδας, και από το 1828 έως το Μάιο του 1864 του Νεοσύστατου Ελληνικού κράτους με την Αγγλική κατάκτηση των Κυθήρων.
Το Μάρτιο του 1821 όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, και οι Οθωμανικές Αρχές της Διοικήσεως του Φαρακλού έσπευσαν να καταφύγουν στο κάστρο της Μονεμβάσιας, η Ελαφόνησος και όλη την συνεχόμενη περιοχή των Βατίκων ελευθερώθηκε αμέσως. Ο «βατικιώτικος όρμος» και οι «απαγκεροί κόρφοι» της Ελαφονήσου έγιναν κέντρο επιχειρήσεως του Ελληνικού στόλου, προσφέροντας προστασία στη περιοχή, που ανάγκασε ακόμα και τους περαστικούς πειρατές του Τσερατσίνικου να απομακρυνθούν. Στην περιοχή και στο Καραβά των Κυθήρων που συνέχιζαν να διαμένουν συγκεντρωμένοι, και προστατευμένοι από τους Οθωμανούς, οι «φυγάδες Βατικώτες» του 1770, που είχαν καταφύγει στα υπό Ενετικής κατάκτησης τότε Κύθηρα, για να βρουν ασφάλεια από τους αιμοσταγείς Αλβανούς, και άλλοι καταδιωκόμενοι από τους Οθωμανούς.

 

Κατά το τέλος Μάρτιο του 1821 από κάποιον Βατικιώτη που πέρασε αντίπερα «κρυφά» και έφερε την είδηση, ακούστηκε μια δυνατή φωνή στη πλατεία του Καραβά. «Το Βάτικοοο λευτερώθηκεεε ο Τούρκος έφυγεεεε!». Ξεσηκωμός έγινε από τους «Βατικιώτες φυγάδες» αλλά και από Μονεμβασίτες και Ζαρακιώτες, που άρχισαν να οργανώνουν την συμμετοχή στον Αγώνα και την επιστροφή τους πίσω στα χωριά τους. ‘Όμως η επίσημη πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας ήταν φιλοοθωμανική. Ο ‘Αγγλος Αρμοστής Maitland πήρε σκληρά μέτρα για τους Επτανήσιους και για όσους Κυθήριους έφυγαν κρυφά να πάνε να συμμετέχουν στον Αγώνα, υπήρξε διωγμός, εξορία και δέσμευση των περιουσιών. Όμως για τους «Βατικιώτες και τους άλλους φυγάδες» που είχαν αποφασίσει να επιστρέψουν, τα μέτρα αυτά δεν στάθηκαν εμπόδιο, έβλεπαν από το Καραβά το ελεύθερο Λαφονήσι που ήταν το πλησιέστερο σημείο των Βατίκων να τους προκαλεί και να τους προσκαλεί, στην ελευθερία τους.
Πολλά παλικάρια, «Βατικιώτες φυγάδες» αλλά και Κυθήριοι, ενθουσιασμένοι από την Επανάσταση έφτασαν πρώτοι στο ελεύθερο Λαφονήσι, και από κει έφτασαν στη Μονεμβάσια και ενώθηκαν με τους άλλους Αγωνιστές. ‘Ενας από τους πρώτους που έφτασε ήταν και ο Βατικιώτης Μεσοχωρήτης φυγάς Α.Τσάκος, αφού έδωσε πολλές μάχες με τους Οθωμανούς, εγκαταστάθηκε στο Λαφονήσι.
Το Στενό της Ελαφονήσου και οι παραλίες του Τσερατσίνικου έγιναν «δίοδος» για τα κύματα των «Βατικιωτών φυγάδων», Μονεμβασιτών, αλλά και Κυθηρίων, που είχαν προβλήματα με της Αγγλικές Αρχές, και διέφευγαν στα ελεύθερα Βάτικα , από το 1821 έως το 1825, κρυφά μέσα στη νύχτα με ναυλωμένες βάρκες. Οι Αγγλικές αρχές όταν τους αντιλαμβάνονταν τους καταδίωκαν, αλλά όταν πατούσαν οι «φυγάδες» επάνω στο νησί δεν τολμούσαν να πλησιάσουν και να τους καταδιώξουν επάνω σε ελεύθερο Ελληνικό έδαφος, και επέστρεφαν πίσω, και όπως ανέφεραν οι «Βατικιώτες φυγάδες» Κάτω- Μεντιάνοι: << …μόλις πατούσανε από τη βάρκα στα αμουδερά του Τσερατσίκου, οι άνδρες ανέβαιναν στο κάβο του Φράγκου και στο κάβο του Τσερατσίνικου και προκαλούσαν αδιάντροπα και πρόστυχα τους Αγγλους >> (αφήγηση Ιωάννης Αγγ. Μέντης Αγγελογιαννάκης 1832-1917 προς τα εγγόνια του).
Εκτός από τους «Βατικιώτες φυγάδες» που διέμειναν μεγάλα χρονικά διαστήματα επάνω στο νησί, υπήρχε και η παρουσία οικογενειών «Κυθηρίων φυγάδων» καταδιωκόμενοι από τις Αγγλικές Αρχές, ζήτησαν καταφύγιο στο ελεύθερο Λαφονήσι, να πως δικαιολογείται η παρουσία τους επάνω στο νησί:

Μαρτυρία

<<Τέλος Αυγούστου του 1821 ένα πλοιάριο που μετέφερε περίπου 50 άτομα οθωμανών, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, για προορισμό την Κρήτη, ανοικτά στον καβο-Μαλέα, λόγω θαλασσοταραχής αγκυροβόλησε βόρεια των Κυθήρων στην Αγία Πατρικία, σε Αγγλικό έδαφος. Είχανε βγάλει το κόσμο έξω στη στεριά και ξεκουραζόντουσαν μέσα σε ένα χωράφι στη τοποθεσία «Δημαρικόλακο». Στον Καραβά έφτασε γρήγορα η είδηση ότι βρίσκονται Οθωμανοί στην Αγία Πατρικία .Το εθνικό θέμα ήταν σε έξαρση μεγάλη, και λόγου της Αγγλικής απαγόρευσης με τις βαρύτατες ποινές, δυσκολευόντουσαν οι άνδρες που είχαν οικογένεια να περάσουν στο Μοριά για να συμμετάσχουν στον αγώνα. Τώρα, λοιπόν, που άκουσαν -Οθωμανοί στην Αγία Πατρικία, φούντωσε το αίσθημα πατριωτισμού, ξεσηκωθήκανε, πολλοί άνδρες πήρανε ότι μαχαίρι βρήκανε, κατεβήκανε κάτω στη θάλασσα , όπου κατέσφαξαν όλους τους Οθωμανούς. Επειδή είχαν το φόβο των Άγγλων, γνωρίζοντας την πολιτική τους υπέρ των Οθωμανών ,έφεραν βόδια όπου όργωσαν το χωράφι για να εξαφανίσουν τα αίματα, και τα ίχνη, να μην τα δουν οι Άγγλοι.

Όμως γρήγορα το πληροφορήθηκαν αυτό οι Αγγλικές Αρχές, και ο Αγγλος διοικητής των Κυθήρων εκύρηξε στα Κύθηρα Στρατιωτικό νόμο, ετοίμασε ένα Στρατιωτικό σώμα στη Χώρα που βρισκότανε η Αγγλική Διοίκηση, να πάει στο Καραβά να τιμωρήσει άγρια τους εξεγερμένους. Μαθεύτηκε αυτό στον Καραβά και οι περισσότεροι που συμμετείχαν στη σφαγή φοβούμενοι την Αγγλική τιμωρία που η φήμη της ήταν μεγάλη ,μάζεψαν ότι πράγματα μπορούσαν, πήραν τις οικογένειές τους και ότι ζώα μπορούσαν και πέρασαν «Αντίπερα» στο Μοραΐτικο, και ελεύθερο τώρα νησί στο Λαφονήσι. Όσοι αψήφησαν το φόβο και έμειναν πίσω, γνώρισαν την αγριότητα των Άγγλων. Συνέλαβαν τέσσερα άτομα, τους έκλεισαν στο Κάστρο, και τους καταδίκασαν σε θάνατο. Τα δύο άτομα κατάφεραν να δραπετεύσουν και έφυγαν κρυφά από τα Κύθηρα. Τους άλλους δύο αφού τους «πίσσωσαν» (Τους έβαλαν μέσα σε πίσσα), τους κρέμασαν στα δένδρα, στο δρόμο που πηγαίνει προς το Ποταμό>>.
Αφηγητής: 24 Νοεμβρίου 2013 Τζώρτζης Ανωμήτρης.

Οι «Βατικιώτες φυγάδες» που πέρασαν αυτή τη «Δίοδο» και βρήκαν ασφάλεια στην ελεύθερη Ελαφόνησο, πολλοί που είχαν άμεσους συγγενείς στα χωριά έφυγαν γρήγορα, άλλοι όμως παρέμειναν μεγάλα χρονικά διαστήματα επάνω στο νησί έως ότου πάρουν τα κτήματά τους πίσω ή Εθνικά κτήματα που τους αντιστοιχούσαν, όπως και «ολίγοι Κυθήριοι φυγάδες» αλλά και λιγοστοί «Γυθειάτες φυγάδες», που κατά της επιχειρήσεις του Ιμπραήμ πασά το 1825-1826 στη Λακωνία , έφτασαν εδώ και βρήκαν καταφύγιο στο νησί. Όλοι αυτοί που παρέμεναν προσωρινά επάνω στο νησί διέμεναν σε καλύβια που βρήκαν ή έφτιαξαν μέσα σε Οθωμανικά κτήματα, που τα είχαν παρατήσει οι Οθωμανοί ιδιοκτήτες τους, άλλοι δια παντός όταν έφυγαν να πάνε να κλειστούνε στο κάστρο της Μονεμβάσιας, και άλλοι, όσοι δεν έφυγαν, προσωρινά, λόγου της μεγάλης ταραχής που επικρατούσε και βρισκόντουσαν κλεισμένοι στο περίγυρο του Μεσοχωρίου, φαρακλού, και Καστανιές. Είχαμε την τύχη από αναφορές παλιών κατοίκων της νήσου, από τους παλιούς οικισμούς του Κάτω Νησιού, να γνωρίζουμε ονόματα και γεγονότα από αυτά τα κύματα των «φυγάδων» που πέρασαν και διέμειναν κάποιο χρονικό διάστημα στο νησί. Αναφέρω μόνο ένα μικρό αριθμό «φυγάδων» προς ενημέρωση των αναγνωστών .

ΒΑΤΙΚΙΩΤΕΣ  ΦΥΓΑΔΕΣ

-Δημήτρης πολίτης (εγκαταστάθηκε στο Μεσοχώρι
-Αναγνώστης Δελακοβίας. Παρέμεινε μεγάλο διάστημα στο Λαφονήσι στην περιοχή της Λεύκης, καλλιεργούσε προσωρινά μια περιοχή που διατηρεί το ονομά του μέχρι σήμερα «στου Ντελακοβία, το 1828-1829 εγκαταστάθηκε στον Αγιο Νικόλαο
-Τσάκος. Εγκαταστάθηκε στο Λαφονήσι
-Σπύρος Αλιφέρης η Σίμος, παρέμεινε μεγάλο διάστημα στη Λεύκη, πιθανόν από το χώρο που καλλιεργούσε στη συγκεκριμένη περιοχή, πήρε και το ονομά του «Ο Σίμος», το 1828-1830 εγκαταστάθηκε στο Λάχι
-Kανέλλης. Εγκαταστάθηκε στο Παραδείση
-Παναγιώτης Ανωμήτρης ,εγκαταστάθηκε στο Φαρακλό
-Παναγιώτης Ψαρράκης, εγκαταστάθηκε στο Λάχι
-Χ. και Α. Μέντης ,εγκαταστάθηκαν στο Λαφονήσι
-Πολυχρόνης Τζέτζος, εγκαταστάθηκε στο Φαρακλό
-Παναγιώτης Περιβολάρης, εγκαταστάθηκε στο Αγιο Νικόλαο
-Τσουκαλάς, εγκαταστάθηκε στο Λάχι
-Σαραντίτης, εγκαταστάθηκε στο Φαρακλό
-Μπούφος, εγκαταστάθηκε στο Μεσοχώρι
-Ο Τσαμπηράς, (Μονεμβασίτης φυγάς), επέστρεψε μαζί με τους «βατικιώτες φυγάδες», έμεινε αρκετό διάστημα στο νησί, πιθανολογείτε να ήταν γαμπρός των Μεντέων (κάτω Μεντιάνων), η περιοχή που καλλιεργούσε ονομάσθηκε στου «Τσαμπηρά»,με το πέρασμα των χρόνων έγινε όπως συνήθως παραφθορά της λέξεως, και λέγεται σήμερα στου «Τσιμπηρή».Το 1828-1830 έφυγε από το νησί και εγκαταστάθηκε στα χωριά της Μονεμβάσιας
-Κατράκης, Μονεμβασίτης φυγάς (από τη περιοχή της Δαιμονιάς), επέστρεψε, έμεινε αρκετό διάστημα επάνω στο νησί, η περιοχή που καλλιεργούσε ονομάζεται μέχρι σήμερα στου «Κατράκη», το 1827-1829 εγκαταστάθηκε στο φαρακλό

 

ΚΥΘΗΡΙΟΙ ΦΥΓΑΔΕΣ
-Παναγιώτης Καλογρίδης, «Κυθήριος φυγάς» παρέμεινε αρκετό διάστημα επάνω στο νησί, ο αγρός που καλλιεργούσε επάνω στο «Φράγκο» μέχρι σήμερα αναφέρεται στου «Καλογρίδη», το 1828-1830, εγκαταστάθηκε στο Παραδείση.
-Ο Σπύρος Φάρος, «Κυθήριος φυγάς», ήταν από τους πρώτους που αδιαφόρησαν για τα μέτρα που έλαβε η Αγγλική Διοίκηση, έφτασε στο Λαφονήσι και γρήγορα ενώθηκε με τους Αγωνιστές στη Μονεμβάσια. Εγκαταστάθηκε στη Πεζούλα,(στη Νέα-πόλη).Το 1859 βάπτησε στο Τηγάνι της Ελαφονήσου το γιο του Φαρακλιώτη που είχε εγκατασταθεί στο Λαφονήσι από το 1845, του Γιαννιού Λιάρου, το Σπύρο Ι. Λιάρο το Φάρο, (οικογένεια Σπυριάνοι).
-Ο Βρακοζώνας, «Κυθήριος φυγάς», παρέμεινε αρκετό διάστημα επάνω στο νησί, όταν δόθηκε αμνηστία από την Αγγλική Διοίκηση επέστρεψε στα Κύθηρα, αναφέρει για αυτόν ο Τζώρτζης Ανωμήτρης
«Ο Βρακοζωνάς, μετά την αναχώρησή του απο το Λαφονήσι επέστρεψε στα Κύθηρα, έμεινε κάποιο διάστημα στο Καραβά για να αποκτήσει πάλι τα δικαιώματα του Πολίτου της Ιονίου Πολιτείας, γιατί διαμένοντας στο Λαφονήσι είχε χάσει αυτά τα δικαιώματα . Μετά εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στη Σμύρνη, που σαν κάτοικος της Ιονίου Πολιτείας με το Αγγλικό καθεστώς, είχε πολλά προνόμια.» Αφηγητής 17 Φεβρουαρίου 2011 Τζώρτζης Ανωμήτρης.
-Χρήστος Κρίθαρης «Κυθήριος φυγάς», Καραβίτης, πιθανόν ένας από τα άτομα που έδρασαν στη σφαγή των Οθωμανών στην Αγία Πατρικία, διέφυγε από τους Αγγλους στο Λαφονήσι,και συμμετείχε Αγωνιστής της Επαναστάσεως, εγκαταστάθηκε στα χωριά της Μονεμβάσιας .
-Γιώργης Τζωρτζόπουλος, η Κατσουλιέρης, «Κυθήριος φυγάς» ,Καραβίτης, πιθανόν και αυτός ένας από τα άτομα που έδρασαν στη σφαγή των Οθωμανών στην Αγία Πατρικία , διασώθηκε από την οργή των Άγγλων στο Λαφονήσι, ασφάλισε την οικογένεια του στο νησί,, και συμμετείχε Αγωνιστής της Επαναστάσεως , το 1829-1830, εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στο Λάχι. Τη περίοδο 1860 ο γιος του Χαραλάμπης Κατσουλιέρης ή Κατζηλιέρης εγκαταστάθηκε στο Λαφονήσι και ασχολήθηκε με τη κτηνοτροφία που ήταν η κυρίως εργασία των κατοίκων των παλαιών οικισμών της νήσου. Τη δεκαετία του 1880 1890 μετακινήθηκε με το κοπάδι του και εγκαταστάθηκε στο Κάτω Κάμπο στη θέση «Τ άγιου Ονούφρη το πηγάδι», που μαζί με το Γιάννη Τσάκο από τη Βίγλα της Ελαφονήσου φτιάχνουν την εκκλησία τον «Αγιο Γεώργιο» και γίνονται οι πρώτοι οικιστές και δημιουργούν τον σημερινό οικισμό ο «Αγιος Γεώργιος Βοιών». (πληροφορίες Ανδρέας Ν.Κατζηλιέρης, Αγιος Γεώργιος Βοιων).

 

ΓΥΘΕΙΩΤΕΣ ΦΥΓΑΔΕΣ

«Γυθειώτες φυγάδες» από τη περιοχή το Μαραθονήσι, ήταν «ολίγοι», αναφέρεται μόνο ενας από τους παλιούς κατοίκους του νησιού, ο Σταυριανάκος, που διέμενε προσωρινώς στο Ανατολικό τμήμα του νησιού στο «μανδρί του Χασαναγαδάκη» μετά το 1829-1830 εγκαταστάθηκε στη Πεζούλα. Αργότερα το 1851 ο γιος του Σταυριανού Αρώνη από τον οικισμό «Παναγίτσα» στο Κατωνησί Ελαφονήσου, ο Παναγιωτάκης, παντρεύτηκε θυγατέρα του Σταυριανάκου από τη Νεάπολη και την «έφερε νύφη στο Κάτωνησί».
Αυτό το πλήθος, από τα κύματα των «Βατικιωτών φυγάδων», που επέστρεφαν πίσω στη ελεύθερη τώρα πατρίδα τους, όπως και οι «ολίγοι Κυθήριοι και Γυθειάτες φυγάδες», που βρήκαν φιλοξενία από τους κατοίκους της νήσου, ασφαλές καταφύγιο και παραμονή όλο το διάστημα της ελληνικής Επανάστασης ,τη περίοδο 1829-1830 έφυγαν και οι τελευταίοι «φυγάδες» από το νησί, μετακίνησαν και εγκαταστάθηκαν πλην από μερικούς Κυθήριους που επέστρεψαν στα Αγγλοκρατούμενα Κύθηρα ,στη Πεζούλα, και στους οικισμούς Μεσοχώρι, Φαρακλό, Λάχι, και Αγιο Νικόλαο. Παρέμειναν στο Λαφονήσι και εγκαταστάθηκαν οι «Βατικιώτες φυγάδες, Μσοχωρήτες», οικογένειες Τσάκος, και Μέντης (Κάτω Μεντιάνοι) ,που ενσωματώθηκαν με τους εδώ εγκατεστημένους Μεσοχώρητες με τις οικογένειες Αρώνης, Μέντης (Πάνω Μεντιάνοι),και Σωτήρης, στους παλιούς οικισμούς του νησιού, όπου ξεκινάει η ανάπτυξη των παλαιών οικισμών της Ελαφονήσου, με μια δυνατή «Βατικιώτικη παρουσία» επάνω στο νησί ,δημιουργώντας το 1835 τη πρώτη επίσημη παρεδρία (Κοινότητα) στους παλαιούς οικισμούς και ανήκε διοικητηκά το νησί στο Μεσοχώρι που παρέμεινε ενσωματωμένη η Ελαφόνησος με το Μεσοχώρι έως το 1914, που μεταφέρθηκε στη Κοινότητα του Κάμπου.
Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε να αναφέρονται επίμονα σε πολλά επίσημα και ανεπίσημα έντυπα ότι η Ελαφόνησος και η Νεάπολη τη περίοδο 1821 – 1825 κατακλύσθηκαν και εγκαταστάθηκαν σε αυτές της περιοχές από πλήθη «Κυθήριων Φυγάδων». Όπως διαπιστώνει ο Αναγνώστης δεν ισχύει αυτό, αντιθέτως κατακλύσθηκαν και εγκαταστάθηκαν σε αυτές τις περιοχές τα πλήθη από τους «Βατικώτες φυγάδες» του 1770 που επέστρεφαν στα ελεύθερα Βάτικα, αναμεσά τους και «ολίγοι Κυθήριοι».